ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΑΥΤΟΦΩΡΟ
ΑΝΤΩΝΗ Π.ΑΡΓΥΡΟΥ
1976. Χριστούγεννα
στο Αυτόφωρο .
Ήταν τρεις το μεσημέρι, γύρισα στο σπίτι
στου με υψηλό πυρετό, κανείς ποιος
άλλωστε να με περιμένει δεν υπήρχε κανείς ούτε φαγητό ,ούτε τίποτε .Την ώρα που
μονάχος μου “έριχνα” μιαν ένεση αντιβίωσης κτύπησε το τηλέφωνο, είπα έχω ψηλό
πυρετό ανένδοτος ο παλιός συνάδελφος στο
οποίο εργαζόμουνα σαν νέος δικηγόρος, « έλα τώρα στο Γραφείο, να πας στο Αυτόφωρο»
.
Εκεί
στην οδό «Σανταρόζα», στα παλιά δικαστήρια, με τις πρωτόγονες συνθήκες, που έγιναν τραγούδι, γέννησαν τύπους και
τροφοδότησαν ιστορίες. Ήταν πάγιο αίτημα της δικηγορικής κοινότητας που
ασφυκτιούσε στα καταγώγια και τα παραπήγματα της Αθήνας από τον 19ο αιώνα, ν’ αποκτήσουν
τα δικαστήρια το δικό τους σπίτι. Μάταια όμως. Τοιχοκολλήθηκε το έκθεμα που
ήταν γεμάτο από αδικήματα περί τα παίγνια και δύο υποθέσεις μοιχείας ( Το άρθρο
357 του Π.Κ. όριζε ποινή φυλάκισης ενός έτους για τους μοιχούς, ενώ το έγκλημα
εδιώκετο μόνο με έγκληση του παθόντος συζύγου.)Άρχισαν να καταφθάνουν οι
συνοδείες και οι δικογραφίες. Οι κατηγορούμενοι αναζητούν τους συνηγόρους των, ενώ
η πλειοψηφία των κατηγορουμένων αναθέτει
την υπεράσπιση της στους συναδέλφους μόνιμους θαμώνες και υπερασπιστές, τους λεγόμενους «αυτοφωράκηδες». Υπήρχε τότε
μια κατηγορία δικηγόρων με κύριο αντικείμενο την εκδίκαση υποθέσεων στα
αυτόφωρα. Τριγυρνούσαν στους διαδρόμους των δικαστηρίων αναζητώντας πελάτες. Οι
«αυτοφωράκηδες» δικηγόροι επωφελούνταν από τις γνωριμίες τους στις γραμματείες
των δικαστηρίων και στα αστυνομικά τμήματα εξασφαλίζοντας αρκετές υποθέσεις σε
κάθε συνεδρίαση. Υπήρχε εκεί και μια άλλη κατηγορία επαγγελματιών, «οι
ψευδομάρτυρες». Σμήνη ψευδομαρτύρων ήταν έτοιμοι εντός πέντε λεπτών να γίνουν
οι πλέον εγκάρδιοι φίλοι ή οι πλέον άσπονδοι εχθροί κατηγόρων ή κατηγορουμένων
στα δικαστήρια.
Επιτέλους κατέφθασε η σύνθεση του
δικαστηρίου που αποτελείτο από τρείς σεβάσμιους δικαστικούς λειτουργούς. Τον
Πρόεδρο γνώριζα από την θητεία του στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, ήταν ένας πολύ
αυστηρός δικαστής. Η συνεδρίαση άρχισε επεισοδιακά γιατί ο συνήγορος της κατηγορουμένης της μιας
υπόθεσης μοιχείας που ήταν γνωστός μεγαλοδικηγόρος εκ Μάνης, ζήτησε την αναβολή
της υποθέσεως. Τότε ο νεαρός συνήγορος
της πολιτικής αγωγής αντέλεξε και επακολούθησε «σύρραξη », με την έδρα να κτυπά
μανιωδώς το κουδούνι και τα όργανα του νόμου αντί να ηρεμήσουν τα πράγματα, να κυνηγούν
να συλλάβουν έναν πορτοφολά πού βρήκε ευκαιρία στην φασαρία για επιδοθεί στην «εργασία»
του και μάλιστα εντός της δικαστικής αίθουσας. Εικόνες τραγελαφικές για τον
«Ναό της Θέμιδος». Αποτέλεσμα να διακοπεί η συνεδρίαση για ηρεμήσουν τα
πνεύματα. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη, τα παράθυρα ανοιχτά, η κατάσταση ανυπόφορη
, ο θόρυβος, εικόνες ενός πρωτόγονου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.
Επιτέλους μετά τέσσερες ώρες έφθασε και
η σειρά της υποθέσεως που υπερασπιζόμουν. Ήταν ο κατηγορούμενος πελάτης του γραφείου και ήταν καθηγητής της
μουσικής και κατηγορείτο μαζί με άλλους ότι συνελήφθη να παίζει ζάρια. Εκείνος
που με έστειλε «ως πρόβατο επί σφαγή» δεν είχε την καλοσύνη να με ενημερώσει
για την φύση της υποθέσεως και πολύ περισσότερο να με καθοδηγήσει πως θα
αντιμετωπίσω με τέτοια υπόθεση. Μού έδωσε την εντολή έκλεισε το τηλέφωνο και
έσπευσε να γιορτάσει τα Χριστούγεννα με την οικογένεια του. Το ευτύχημα ήταν
που απάλυνε τον τρόμο μου ήταν ότι ο πελάτης μουσικός υπήρξε δεδηλωμένος θαμώνας
του αυτοφώρου για άλλες παρόμοιες υποθέσεις του. Όπως μου είπε για να με
παρηγορήσει ,αφού με έβλεπε έντρομο :«τι να κάνουμε το κουσούρι δεν κόβεται».
Η δίκη
δεν είχε ιδιαίτερα απρόοπτα, γιατί ένας από τους συγκατηγουμένους είχε
δικηγόρο «αυτοφωράκια», ο οποίος γνώριζε το «όργανο» και εκείνο
κατέθεσε μετα «λόγου γνώσεως» ότι δεν μπορεί να αναγνωρίσει ότι όλοι οι κατηγορούμενοι
μετείχαν στο παίγνιο, πλην δύο που αναγνώρισε, στους οποίους δεν
περιλαμβάνονταν ούτε ο δικός μου κατηγορούμενος. Μετα την Εισαγγελική
καταδικαστική πρόταση για όλους τους κατηγορουμένους και την έντονη αμφισβήτηση
της αξιοπιστίας του μάρτυρα αστυνομικού και ενώ είχα αρχίσει να αγορεύω ο κ. Πρόεδρος
με διέκοψε βίαια «Αρκεί κ. Συνήγορε , θα μας τα πείτε σε άλλη υπόθεση»!!! Έτσι αισθάνθηκα
συντετριμμένος, ενώ άδοξα σταμάτησε η αγωνία
μου και το πιο δραματικό αστείο είναι
ότι ο «πελάτης» μου είπε ότι δεν είχε χρήματα και θα περνούσε απ’ το Γραφείο να
πληρώσει, πράγμα που προφανώς ξέχασε .
Χριστούγεννα μόνος, άφραγκος μονολογούσα
και περπατούσα σκυφτός αδιαφορώντας για το ρούχο μου που βρεχόταν, για τους
περαστικούς που με κοιτούσαν περίεργα, για τους οδηγούς που με έβριζαν και
κορνάριζαν καθώς διέσχιζα τους δρόμους χωρίς να ελέγχω τα φανάρια. Εξαντλητικά
ωράρια, ανύπαρκτοι- μισθοί, απουσία εργασιακών δικαιωμάτων Αυτό ζούσα εκείνα τα Χριστούγεννα. Τίποτα δεν έβλεπα. Τίποτα δεν καταλάβαινα.
Ούτε καν τους λόγους που με είχαν κάνει
έξαλλο ,ένοιωθα μόνος, προδομένος, προσβεβλημένος από αυτό που ο σεβαστός δάσκαλος
μου στην δικηγορία είχε πει «ο δικηγόρος
πάντα μόνος μένει».
ΥΓ : Οδός Σανταρόζα του δικηγόρου- τραγουδοποιού Β. Νικολαιδη:
«Δεν είν’ από
επάγγελμα, δεν είν’ αυτός ο λόγος
Που πάω και
στριμώχνομαι στο κακουργοδικείο
Δεν είμαι κάνας
διάσημος δα ποινικολόγος
Καλά – καλά δεν
πρόλαβα να πάρω και πτυχίο.
Χωρίς να το
πολυσκεφτώ τρέχω στην κάθε δίκη»