Γράμμα ενός Ινδιάνου Αρχηγού - Ο Ποταμός
Ο Μεγάλος Αρχοντας της Ουάσιγκτον διατάζει να μας πουν ότι επιθυμεί να αγοράσει τη γη μας. O Μεγάλος Αρχηγός μας στέλνει επίσης λόγια φιλίας και καλής διάθεσης. Εκτιμούμε αυτή την ευγένεια γιατί ξέρουμε ότι χρειάζεται πολύ λίγο τη φιλία μας. Θα σκεφτούμε την προσφορά σας γιατί ξέρουμε ότι, αν δεν το κάνουμε, ο λευκός άνθρωπος θα έρθει με το πύρινα όπλα του και θα πάρει τη γη μας.
Ο Μεγάλος Αρχοντας της Ουάσιγκτον μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σ' αυτά που του λέει ο Αρχοντας Σήτλ με την ίδια βεβαιότητα που οι λευκοί αδελφοί μας μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στην αλλαγή των εποχών. Τα λόγια μου είναι αμετάβλητα όπως τ' αστέρια. Πώς μπορείτε ν' αγοράσετε ή να πουλήσετε τον ουρανό, τη ζεστασιά της γης; Αυτή η ιδέα μας φαίνεται παράξενη. Εμείς δεν είμαστε ιδιοκτήτες της δροσιάς του αέρα ούτε του φέγγους του νερού. Πως λοιπόν θα μπορούσατε να μας το αγοράσετε; Το λέμε εγκαίρως από την αρχή.
Πρέπει να ξέρετε ότι κάθε σωματίδιο της γης είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε λαμπερό φύλλο, κάθε αμμουδιά, κάθε ομίχλη στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε έντομο με το βούισμα του είναι ιερό στη μνήμη και στην εμπειρία του λαού μου. Ο χυμός που τρέχει μέσα στα δένδρα περιέχει τις μνήμες του ανθρώπου με το ερυθρό δέρμα. Οι πεθαμένοι του λευκού ανθρώπου λησμονούν τη γενέτειρά τους όταν πάνε να περπατήσουν στ' άστρα. Οι δικοί μας πεθαμένοι ποτέ δεν ξεχνούν αυτήν την όμορφη γη, γιατί η μητέρα του ανθρώπου έχει ερυθρό δέρμα.
Είμαστε ένα τμήμα της γης και αυτή είναι τμήμα του εαυτού μας. Τα μυρωδάτα άνθη είναι αδέλφια μας. Το ελάφι, το άλογο και ο μεγαλοπρεπής αετός είναι αφέλφια μας. Οι βουνίσιες κορυφές, οι χυμοί των λιβαδιών, η ζεστασιά του σώματος του μικρού αλόγου και ο άνθρωπος - όλα αυτά - ανήκουν στην ίδια οικογένεια.
Τα ποτάμια είναι αδέλφια μας, αυτά σβήνουν τη δίψα μας. Τα ποτάμια κουβαλούν τα κανώ μας και τρέφουν τα παιδιά μας. Αν σας πουλήσουμε τη γη μας, θα πρέπει να θυμάστε και να διδάσκετε στα παιδιά σας ότι τα ποτάμια είναι δικά μας αδέλφια και αδέλφια δικά σας. Θα πρέπει από κει και πέρα να φροντίζετε τα ποτάμια τόσο καλά όσο κι' έναν αδελφό σας.
Ξέρουμε ότι ο λευκός άνθρωπος δεν καταλαβαίνει το δικό μας τρόπο ζωής. Το ίδιο του κάνει ένα κομμάτι γης ή ένα άλλο, γιατί αυτός είναι ένας ξένος που έρχεται τη νύχτα για να βγάλει από τη γη ό,τι χρειάζεται.
Η γη δεν είναι αδελφός του αλλά εχθρός του. Αφού την κατακτήσει, την εγκαταλείπει και συνεχίζει το δρόμο του. Αφήνει πίσω του τους τάφους των γονιών του χωρίς να τον πειράζει. Αρπάζει τη γη από τα παιδιά της χωρίς να τον πειράζει. Ξεχνάει τον τάφο του πατέρα του και τα δικαιώματα των παιδιών του. Μεταχειρίζεται τη μητέρα του τη γη, τον αδελφό του τον ουρανό, σαν να είναι πράγματα που μπορεί κανείς ν' αγοράσει, να ληστέψει και να πουλήσει, σαν να είναι πρόβατα και γυάλινες χάντρες.
Η απληστία του θα καταβροχθίσει τη γη και θ' αφήσει πίσω του μόνο έρημο. Δεν το καταλαβαίνω. Ο δικός μας τρόπος του Είναι, είναι διαφορετικός από τον δικό σας. Δεν υπάρχει καμμιά ήρεμη περιοχή στις πόλεις του λευκού ανθρώπου, κανένα μέρος που να μπορεί ν' ακουστεί η ανάπτυξη των φύλλων της άνοιξης ή το τρίψιμο των φτερών ενός εντόμου. Αλλά ίσως να είναι έτσι επειδή εγώ είμαι ένας αγριάνθρωπος και δεν μπορώ να καταλάβω τα πράγματα.
Ο θόρυβος της πόλης φαίνεται ότι βρίζει τ' αυτιά. Και τι ζωή είναι αυτή, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί ν' ακούσει την μοναχική κραυγή του ερωδιού ή τη νυχτερινή συνομιλία των βατράχων γύρω από το πηγάδι;
Εμείς οι Ινδιάνοι προτιμάμε τον απαλό ήχο του ανέμου που χαϊδεύει την επιφάνεια της λίμνης και τη μυρουδιά του ανέμου που καθάρισε η βροχή του μεσημεριού ή αρωμάτισε το άρωμα των πεύκων.
Ο αέρας είναι κάτι το πολύτιμο για τον άνθρωπο με το ερυθρό δέρμα, γιατί όλα τα πράγματα μοιράζονται την ίδια πνοή: το ζώο, το δέντρο και ο άνθρωπος.
Ο λευκός άνθρωπος μπορεί να μην αισθάνεται τον αέρα που αναπνέει. Οπως ο άνθρωπος που αγωνιά πολλές μέρες, γίνεται αναίσθητος στη δυσωδία. Αλλά αν σας πουλήσουμε τη γη μας, θα πρέπει να θυμάστε ότι ο αέρας είναι πολύτιμος για μας. Οτι ο αέρας μοιράζεται το πνεύμα του μ' όλη τη ζωή που συντηρεί. Κι' αν σας πουλήσουμε τη γη μας, θα πρέπει να την διατηρείτε αμόλυντη και ιερή σαν τόπο όπου ακόμα και ο λευκός άνθρωπος μπορεί να πάει για ν' απολαύσει τον γλυκαμένο από τα άνθη της πεδιάδας άνεμο.
Θα πρέπει να διδάσκετε στα παιδιά σας αυτά που εμείς έχουμε διδάξει στα δικά μας: ότι η γη είναι η μητέρα μας. Ολα όσα επηρεάζουν τη γη επηρεάζουν και τα παιδιά της γης. Οταν οι άνθρωποι φτύνουν στο χώμα, φτύνουν τον εαυτό τους. Δεν ύφανε ο άνθρωπος το δίχτυ της ζωής: είναι μόνο μία κλωστή του. Ολα όσα θα κάνει κανείς στο δίχτυ θα τα κάνει στον εαυτό του. Ολα τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους όπως το αίμα ενώνει μιά οικογένεια. Ακόμα και ο λευκός άνθρωπος, που ο Θεός του περπατάει και συζητάει μαζί του - σαν φίλος με φίλο - δεν μπορεί να είναι έξω από την κοινή μοίρα. Ισως να είμαστε, παρόλα αυτά, αδέλφια.
Ξερουμε κάτι που ο λευκός άνθρωπος θα το ανακαλύψει κάποια μέρα: ότι ο Θεός μας είναι και Θεός του. Τώρα σκέπτεστε, ίσως, ότι είστε ιδιοκτήτες της γης μας, αλλά δεν μπορείτε να είστε. Αυτός είναι ο Θεός της ανθρωπότητας και το Ελεός του είναι ίδιο και για τον ερυθρόδερμο και για τον λευκό. Αυτή η γη είναι πολύτιμη γι' Αυτόν και το να την βλάψει κανείς σημαίνει ότι υποτιμά πολύ τον Δημιουργό της.
Οι λευκοί άνθρωποι θα περάσουν, ίσως και πριν από τις άλλες φυλές.
Αν μολύνετε το κρεββάτι σας, θα πεθάνετε κάποια νύχτα πνιγμένοι στα δικά σας απορρίματα. Αλλά ακόμα και την τελευταία ώρα θα φωτιστείτε με την ιδέα ότι ο Θεός σας έφερε σ' αυτή τη γη και σας έδωσε την κυριαρχία πάνω της και πάνω στον άνθρωπο με το ερυθρό δέρμα για κάποιο ειδικό σκοπό.
Τέτοιο πεπρωμένο είναι για μας μυστήριο, γιατί δεν ξέρουμε τι θα γίνει όταν θα έχουν εξολοθρεφτεί όλοι οι βούβαλοι, όταν θα έχουν δαμαστεί όλα τα άγρια άλογα, όταν οι πιο μυστικές γωνιές των δασών θα μυρίζουν άνθρωπο και όταν η θέα προς τους πράσινους λόφους θα εμποδίζεται από ένα πλήθος από σύρματα που μιλάνε. Πού είναι το πυκνό δάσος; Εξαφανίστηκε. Πού είναι ο αετός; Εξαφανίστηκε!
Ετσι τελειώνει η ζωή και αρχίζει και αρχίζει η επιβίωση.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΥΠΗΡΧΕ ΕΝΑΣ ΠΟΤΑΜΟΣ
Μιά φορά κι' έναν καιρό ένας ποταμός, λέει η παλιά Ανατολική παράδοση, έτρεχε ήρεμα πάνω στην καλοβολεμένη από λάσπη κοίτη του. Τα νερά του ήταν θολά και μέσα τους ζούσαν βαριά και μολυβένια ψάρια, απ' αυτά που αναζητούν την τροφή τους στη λάσπη.
Επειδή ήταν αβαθύς, κανένας άνθρωπος δεν είχε την ιδέα να κάνει γέφυρα και έτσι αρκούνταν στο να ρίχνουν μέσα του μερικές μεγάλες πέτρες και να αυτοσχεδιάζουν δρόμους, που μόλις βρέχονταν από τα ήρεμα και αργά νερά.
Τα ζώα του δάσους τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερα βαθιά, ανακατεύοντας τα σπλάχνα του με τα πόδια τους. Για να πιούν νερό πήγαιναν στη κοντινή λίμνη, γιατί τα νερά του ποταμού ήταν σκοτεινά και δύσοσμα.
Αλλά μιά μέρα ο Θεός Ιντρα, που όλα τα βλέπει, λυπήθηκε τον δαίμονα του ποταμού, γιατί χωρίς να είναι χαζός, ενεργούσε σαν τέτοιος, έτσι που ήταν παγιδευμένος, ναρκωμένος από την αδράνεια και το βόλεμα. Είχε συνηθίσει να πατούν το σώμα του, που ήταν υγρό και δύσοσμο και γλοιώδες σαν νεκρό φίδι.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο ποταμός είχε βολευτεί με τους εύκολους δρόμους και απόφευγε τις απότομες κατηφόρες.
Είχε γίνει άσχημος, μουγγός και οι όμορφες νεράιδες και τα ξωτικά των ακτών δεν τον πλησίαζαν ούτε καν τις νύχτες με πανσέληνο, για να φτιάξουν τους μαγικούς καθρέφτες τους.
Ενας από τους υπηρέτες του Ιντρα στέγνωσε τη γη μπροστά του και την ανύψωσε με τέτοιο τρόπο που τον ανάγκασε να εκτραπεί.
Ο γερο-ποταμός στην αρχή φοβήθηκε, άρχισε ν' αναστενάζει, αλλά γρήγορα ανακάλυψε την ηδονή του να πηδάει πάνω από τους βράχους, και μ' ένα μουγγρητό άρχισε να ισοπεδώνει δέντρα και ν' ανοίγει δρόμους, πηδώντας πάνω από αβύσσους και ορμώντας ενάντια σε τρομερούς βράχους.
Το νερό του έγινε καθαρό, αφού φιλτραριζόταν μέσα από τις αμμουδιές και τις πέτρες. Η κοίτη του έγινε πέτρινη και μερικές φορές μεταλλική και έλαμπαν οι φλέβες μέσα του. Από τα σπλάχνα του, που πρώτα ήταν σκοτεινά και κατηφή, γεννήθηκε ο άσπρος αφρός, γιατί η ασπράδα δεν εμφανίζεται, αν δεν υπάρχει μάχη, αν δεν υπάρχει εξαγνισμός.
Το ποτάμι γέμισε τότε με χρωματιστά ψάρια, απ' αυτά που ανεβαίνουν στα βουνά και οι καθαρές λιμνούλες που άφηνε στα πλάγια του, στολισμένες με τρομερούς βράχους, έγιναν η απόλαυση των Στοιχείων των νερών. Με την ιριδένια ανταύγεια των άστρων έκαναν οι Νύμφες τα μαγικά τους χτένια και έβγαλαν τους μαγικούς καθρέφτες από το βυθό των λιμνών.
Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πιά να τον πατήσουν, αλλά ύψωσαν θριαμβευτικές αψίδες πάνω του, που τις ονόμασαν γέφυρες. Τα ζώα τον δέσχιζαν κολυμπώντας και καθαρά και λαμπερά σχολίαζαν ύστερα τη δύναμη του ποταμού. Στο τέλος όταν έφτασε στη μητέρα Γάγγα, τον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα τα άλλα νερά, που αγκαλιαζόντουσαν με τα δικά του, φωνάζοντας από χαρά.
Και βλέποντας όλα αυτά και πολλά ακόμα, που δεν σας διηγούμαι, ο Ιντρα σκέπτεται τους πολλούς ανθρώπους που δεν χρησιμοποιούν τις δυνατότητές τους, τις ευκαιρίες τους και εξακολουθούν να είναι αργοί ποταμοί και λασπώδεις, χωρίς ανδρεία και χωρίς δόξα. Δυό δάκρυα κυλούν τότε από το πρόσωπό του το φλογερό και έτσι εμφανίζονται τα σύννεφα και τα πάντα στη Φύση γίνονται γκρίζα και τότε λυπάται για την ανθρώπινη ανοησία.
ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ:www.nea-akropoli.gr